αλχημεία

αλχημεία
η
(λ. αραβ.)
1. είδος χημείας του μεσαίωνα, που κύριο στόχο είχε να βρει τη λεγόμενη φιλοσοφική λίθο (ουσία για τη μετατροπή των αγενών μετάλλων σε χρυσό) και την πανάκεια (ελιξίριο για τις αρρώστιες και την παράταση της ζωής).
2. μτφ., προσπάθεια για εξαπάτηση με μυστηριώδεις συνδυασμούς: Με τις αλχημείες που μου αράδιασες δεν αλλάζει η κατάσταση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αλχημεία — Ψευδοεπιστήμη που ασκήθηκε κατά την τελευταία περίοδο της αρχαιότητας και τον Μεσαίωνα. Σκοπός της ήταν η μετατροπή οποιουδήποτε μετάλλου σε χρυσό, ενώ ορισμένοι κλάδοι της οδήγησαν σιγά σιγά στη σύγχρονη χημεία. Ετυμολογικά, η λέξη α. φαίνεται… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • αλχυμεία — αλχυμικός, αλχυμιστής άλλη γραφή τών λέξεων αλχημεία, αλχημικός, αλχημιστής (βλ. και αλχημεία) …   Dictionary of Greek

  • χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… …   Dictionary of Greek

  • Ραζής — (εξελληνισμένος τύπος από τον εκλατινισμένο Rhazes του Αμπού αρ Ράζι, αρ Ράζι, Περσία 868 – Βαγδάτη; περίπου 925). Άραβας γιατρός, αλχημιστής και φιλόσοφος, περσικής καταγωγής. Ενώ ασκούσε την ιατρική στη Βαγδάτη (σε αυτόν οφείλονται ακριβείς… …   Dictionary of Greek

  • αλχημικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην αλχημεία …   Dictionary of Greek

  • αλχημιστής — ο (θηλ. ίστρια) 1. αυτός που ασχολείται με την αλχημεία 2. αυτός που προσπαθεί να επιτύχει με μυστηριώδεις ή ανορθόδοξες ενέργειες ο καταφερτζής …   Dictionary of Greek

  • αλχημιστικός — ή, ό ο σχετικός με τον αλχημιστή ή την αλχημεία …   Dictionary of Greek

  • αποκρυφισμός — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται όλα τα ιστορικο πολιτιστικά φαινόμενα, σε οποιαδήποτε χώρα, εποχή ή πολιτισμό, τα οποία συνίστανται στην κατοχή και την άσκηση μιας μυστικής διδασκαλίας, λίγο έως πολύ πολύπλοκης και συστηματικής, που έχει ως… …   Dictionary of Greek

  • ελαιώ — ἐλαιῶ ( όω) (Α) 1. λαδώνω, αλείφω με λάδι 2. μαζεύω ελιές 3. (στην αλχημεία) κάνω κάτι να πάρει ελαιώδη σύσταση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”